μωαμεθανός

μωαμεθανός
ο , μωαμεθανή и μωαμεθανίδα (-ιζ (-ίδος)] η магометан|ин, -ка, мусульманин, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μωαμεθανός" в других словарях:

  • μωαμεθανός — ο, θηλ. ή ο οπαδός τής θρησκείας τού Μωάμεθ, ο μουσουλμάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mohammedan < όν. τού Μuhammad, Μahammed «Μωάμεθ». Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Κων. Οικονόμο) …   Dictionary of Greek

  • μωαμεθανός — ο θηλ. ή ο οπαδός της μωαμεθανικής θρησκείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Μωαμεθίτης — Μωαμεθίτης, ὁ (Μ) ο μωαμεθανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Μωάμεθ + κατάλ. ίτης (πρβλ. Λευκαδ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • δερβίσης — Λέξη περσικής προέλευσης (προέρχεται, πιθανώς, από τις λέξεις ντερ = πόρτα και βις = κοίτασμα, και σημαίνει ζητιάνος που στέκει στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι αμφίβολη) με την οποία σε πολλές χώρες του… …   Dictionary of Greek

  • μουσουλμάνος — Οπαδός της ισλαμικής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από την αραβική μούσλιμ, μετοχή του ρήματος άσλαμα, που σημαίνει «παραδίδομαι στον θεό»· κατά συνέπεια, μουσουλμάνος σημαίνει «αυτός που παραδίδεται στον θεό, αυτός που δέχεται το Ισλάμ» (την… …   Dictionary of Greek

  • μωαμεθανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ ή στους μωαμεθανούς και στον μωαμεθανισμό. επίρρ... μωαμεθανικώς και ά με μωαμεθανικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωαμεθανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ντονμές — Εξωμότης Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Η λέξη ν. είναι τουρκική και σημαίνει «γυρισμένος». Οι Εβραίοι αυτοί αιρετικοί, ήταν οπαδοί του συμπατριώτη τους ιερέα Σαμπετάι Σεβί, που είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, για ν’ αποφύγει την καταδίκη του από… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ, ιμπν Χανμπάλ — (Βαγδάτη 780 – 855 μ.Χ.). Μωαμεθανός θρησκευτικός αρχηγός, ιδρυτής του δόγματος της ορθόδοξης (σουνιτικής) μουσουλμανικής θρησκείας των Χαμπελιτών. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Βαγδάτη όπου και σπούδασε κοντά στον ιμάμη Σαφιί. Περιπλανήθηκε σε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»